- θόρνυμαι
- θόρνυμαι (Α)(για ζώα) βατεύω, οχεύω, συνουσιάζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Θόρ-νυ-μαι < θ. θορ- τού αορ. έ-θορ-ον τού θρῴσκω*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θορνύωνται — θόρνυμαι pres subj mp 3rd pl θόρνυμαι pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορνυμένου — θόρνυμαι pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορνυμένους — θόρνυμαι pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορνύμενα — θόρνυμαι pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρνυσθαι — θόρνυμαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρνυται — θόρνυμαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθόρνυτο — θόρνυμαι imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθορνυμένων — ἐπί θόρνυμαι pres part mp fem gen pl ἐπί θόρνυμαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθορνύοιντο — ἐπί θόρνυμαι pres opt mp 3rd pl ἐπί θόρνυμαι pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθόρνυμαι — ἐπιθόρνυμαι (Α) εκσπερματίζω, οχεύω, βατεύω (συν. για άρρενα ζώα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θόρνυμαι «ορμώ, πηδώ»] … Dictionary of Greek